- αἰωρεῖτο
- αἰωρέωlift uppres opt mp 3rd sg (epic ionic)αἰωρέωlift upimperf ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τανταλίζω — Α 1. ταλαντεύω, σείω, κινώ («μελαμφύλλῳ δάφνᾳ χλωρᾷ τ ἐλαίᾳ τανταλίζει», Ανακρ.) 2. παροιμ. φρ. «τὰ Ταντάλου τάλαντα τανταλίζεται» λεγόταν για εκείνους που είχαν πολλά πλούτη όπως ο μυθικός βασιλιάς Τάνταλος (Ζηνόβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος. Τόσο … Dictionary of Greek
Δεινοχάρης — (3oς αι. π.Χ.). Αρχιτέκτονας. Άκμασε στην Αλεξάνδρεια και αναφέρεται ως κατασκευαστής της πυραμίδας του Αρσινοείου στην αυλή των Πτολεμαίων. Επιχείρησε να κατασκευάσει άγαλμα της Αρσινόης που θα αιωρείτο, δηλαδή δεν θα στηριζόταν πουθενά. Ο… … Dictionary of Greek
καμπτόσαυρος — (Camptosaurus). Γένος ορνιθοπόδων ερπετών που έχει εκλείψει. Περιλάμβανε φυτοφάγα ζώα ύψους 5 7 μ., μήκους 1 μ. και βάρους περίπου 1 τόνου, τα οποία είχαν πολλές ομοιότητες με τους ιγουανόδοντες. Τα πίσω άκρα τους ήταν μακρύτερα από τα μπροστινά … Dictionary of Greek